- χαρτέμπορος
- ο торговец бумагой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτέμπορος — ο, Ν έμπορος χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + έμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαρτέμπορος — ο ο έμπορος χαρτιού, αυτός που ασχολείται με το χαρτεμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
χαρτεμπορικός — ή, ό, Ν [χαρτέμπορος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαρτέμπορο ή στο χαρτεμπόριο … Dictionary of Greek
χαρτεμπόριο — και παλ. γρφ χαρτεμπορείο, το, Ν το εμπόριο χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + εμπόριο. Ο τ. χαρτεμπόριον μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ ο τ. χαρτεμπορεῖον (< χαρτέμπορος) από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek